Τη νύχτα που σε πρωτοφίλησα, ξημέρωνε καλοκαίρι • Γιάννης Φιλιππίδης • Άνεμος magazine

Τι έγραψα μόλις, ως τίτλο του τρέχοντος κειμένου μου, πριν καν αυτό τρέξει τις πρώτες αράδες του; Ξεχνιέμαι με υπόκρουση, ένα ελληνικό γλυκόλαλο μουσικό θέμα από μια νέα ελληνική ταινία, η ώρα της εσωτερικής ανασυγκρότησης των σκέψεων και τον αισθημάτων μου είναι γεγονός. Όπως κι ο τίτλος. Που χωρίς καν να το επιδιώξω, γεννιέται, πριν προλάβω να το σκεφτώ, οι λέξεις έρχονται μόνες τους. «Την νύχτα που σε πρωτοφίλησα, ξημέρωνε καλοκαίρι», ξαναδιαβάζω και ζητάω από τα παιδιά στο γραφείο, να μου κατοχυρώσουν επίσημα τον τίτλο, σαν όνομα ενός από τα επόμενα βιβλία μου. Αυτοδεσμεύομαι; Δεν έχω συναίσθηση σε ποιο βαθμό, αλλά έτσι κι αλλιώς σκόπευα να γράψω κάποτε την αληθινή ιστορία μου σε μορφή βιβλίου, αν κρίνω τελικά ότι αξίζει τον κόπο. Η κατοχύρωση ωστόσο, κατοχύρωση.

Όχι βέβαια, γιατί ίσως πρόκειται για έναν τίτλο βιβλίου άμεσης «εμπορικής» σημασίας, ούτε γιατί θεωρείται πιασάρικος, μιας και κυρίως γυναίκες συγγραφείς ή όσοι/ες συγγραφείς απευθύνονται σε γυναικείο κυρίως κοινό –ένα στ’ αλήθεια απαιτητικό κι ευαίσθητο κοινό για μένα, γι’ αυτούς, όχι αναγκαία–  που θα ‘παιρναν μέρος ευχαρίστως σε τελετές μαύρης μαγείας για να τον έχουν εμπνευστεί οι ίδιοι, κάτι που έτσι κι αλλιώς ανά καιρούς συμβαίνει σε όλους/ες μας.

Είναι απλά γιατί, έχω απομείνει απορημένος, ίσως κι αδύναμος, μικρός, για το πόση αλήθεια, κρύβει μια σχετικά σύντομη φράση. Εδώ, οφείλω να ξεκαθαρίσω στους υπόλοιπους φίλους και φίλες, ότι οι λέξεις αυτές απευθύνονταν σ’ ένα και μόνο πρόσωπο. Εγώ λοιπόν, θα πιάσω γιαλό γιαλό ν’ απευθύνομαι σ’ αυτό το πρόσωπο, οι υπόλοιποι/ες δείτε το κάπως σα δημόσια επιστολή. Ίσως και σαν επόμενο βιβλίο μου.

Αγάπη γλυκιά, ακούς εσύ; Εδώ είμαστε, επανεκκίνηση και περισσότερη ουσία. Κάναμε παρέα έναν ολόκληρο χρόνο, ήμασταν σχεδόν συνομίληκα· μ’ όμοιες ανησυχίες και ορμές. Κι όπως έδειξε ο χρόνος που ξεβράζει τα ψέματα και τα λάθη, εμάς όχι μόνο μας προφύλαξε, αλλά με τα χρόνια, πρόσθεσε γύρω μας ανθρώπους που μας αγαπούν σα μια δυαδικότητα, που καταλήγει να αποτελεί για κείνους, μονάδα, δύο οι άνθρωποι, ένα το ζευγάρι.

Γνωριζόμασταν καιρό. Παρακολουθούσαμε μαθήματα στην ίδια σχολή, εκείνο το πρώτο βράδυ, σε τράβηξα στην τότε γειτονιά μου, δώδεκα και μισή τη νύχτα, είναι νωρίς, όταν έχεις κάνει δυο ώρες παράσταση με Τόμας Έλλιοτ κι ολόκληρη την Έρημη Χώρα του, χωρίς περικοπές και με πλέι μπακ από παράσταση του Ροντήρη. Σπουδάζαμε και λειτουργούσαμε ακόμα μέσα από την αγάπη μας για το θέατρο θυμάσαι; Τα πρώτα πράγματα που μοιραστήκαμε ήταν οι κοινές αγωνίες μας, οι κοινές αναστολές, εκείνη προπάντων η μαγική ύπαρξη συντονισμού στο χιούμορ, τα γέλια μας, οι κοινοί φόβοι για το ασχεδίαστο ακόμα μέλλον μας.

Η μεγάλη πλάκα της ζωής, καρδιά μου, είναι όταν το μέλλον, το σχεδιάζουν η ζωή, το σύμπαν, τα ίδια μας τα συναισθήματα. Ήταν ξημερώματα 31ης Μαΐου, όταν μετά από τη δεύτερη μπίρα, με συνόδευσες εσύ ως την πόρτα του σπιτιού μου και μου ζήτησες το πρώτο μας φιλί. Ξημέρωνε το ημερολογιακό καλοκαίρι και πάνε δεκαετίες από τότε. Κι ήτανε το ίδιο καλοκαίρι που σμίξαμε παθιασμένα και με τρέλα, αλλά οι μήνες επισκιάστηκαν από δραματικούς χωρισμούς της μιας βδομάδας ή κάπου τόσο. Ίσαμε για να διαχωριστούμε για λίγο, ν’ απομείνουμε ξανά μόνοι και μακριά ο ένας από τον άλλον, ίσα για να διαπιστώσουμε ότι δεν κάνουμε χωρίς.

Αγκαλιάζοντας τη μνήμη μου σήμερα νωρίς, ένιωσα την αίσθηση, ότι κάτι παραπάνω μας έδιναν τα επόμενα καλοκαίρια που έτρεξαν συντροφικά. Επιφύλασσαν άλλες φορές ταξίδια σε οικονομικό πάντα προϋπολογισμό, όλα κι όλα. Μπορεί να ταξιδεύαμε με κονσέρβες στις αποσκευές μας για να βγάλουμε τις μέρες που θέλαμε, αλλά οι μέρες που θέλαμε προέκυπταν τελικά, όχι μονάχα έτσι όπως εμείς τις θέλαμε, αλλά και πολύ μαγικότερες. Παίρναμε μαζί μας και ένα μπουκάλι οφισιέλ αλκοόλ από την Αθήνα. Μ’ αυτό και διαλέγοντας πάντα δωμάτια με μπαλκόνια, μακριά από μπαρ και κόσμο, που δε μας ήταν πια αναγκαίο να γνωρίσουμε ή να συγχρωτισθούμε μαζί, πάντα απέναντι ή πλάι πλάι απολαμβάναμε τις δικές μας μουσικές, με συνοδεία άλλοτε το ίδιο το φεγγάρι, άλλες φορές πάλι το πλάνο της θάλασσας, που απολαμβάναμε σε χρόνο φυσικό και απολύτως μαγικό.

Τα πρώτα αρκετά μας χρόνια, ορίζαμε πάντα ένα νησί σα προορισμό. Το σπίτι των παππούδων στο λόφο ήτανε πάντα δεδομένο σαν αξία, αλλά εμείς, τις μέρες της επαγγελματικής απελευθέρωσης από τη δουλειά, διαλέγαμε προορισμούς μέσα από τόμους των Καλοκαιρινών διακοπών, παίρναμε τηλέφωνα, σε μια εποχή όπου δεν κυριαρχούσαν τα δήθεν έξυπνα τηλέφωνα και οι υπολογιστές, το να κλείσεις ένα δωμάτιο με τις δικές σου προδιαγραφές, ήθελε ψάξιμο γερό. Αλλά τ’ απολαμβάναμε, γιατί χρόνο με το χρόνο, ανακαλύπταμε πως οι επιλογές μας δικαίωναν, πως άξιζε την φυσική ως τότε και μόνο, αναζήτηση.

Καρούλια ολόκληρα από αυθεντικό φιλμ της εποχής του, έχουν αρχειοθετηθεί με αγάπη και προσοχή από τότε σε ντοσιέ, άλμπουμ, έτρεξαν και κατέγραφαν κάθε φορά τις ιδιωτικές μας στιγμές. Σίφνος ανεξερεύνητη ακόμα από τα μάτια των πολλών, Ρόδος των Ιπποτών και των αμέριστων τουριστών, Φολέγανδρος πριν υπάρξει καν βενζινάδικο, Λέρος η παρεξηγημένη γεμάτη από αυθεντικούς ανθρώπους κι απειράριθμους προσωπικούς κολπίσκους, αναγκαίους για την απομόνωση που λαχταρούσαμε, Σίκινος της βραδινής μας βόλτας σε ρόλο νυχτερινής εξόδου ακόμα κι αν χρειαζόταν να κατεβαίνουμε πίσω στα ενοικιαζόμενα με ωτοστόπ, Αστυπάλαια με ελεύθερο κάμπιγκ συντροφιά με σκηνές φίλων, Xίος με τις χίλιες της πλευρές, όλες αρωματισμένες με τη γηγενή μαστίχα της, πρωτεύουσα, Καρδάμυλα, μια αρχαία πόλη σε χρόνια αναστύλωση, δασικές εκτάσεις που ποτέ μου δεν φωτογράφησα για την δική τους προστασία, παραλία με τα μαύρα βόλια, Σαντορίνη απερίγραπτη θεά, όχι μόνο στη δύση της αλλά και στην ανατολή της και σε κάθε της στιγμή, μ’ ένα πούσι έκδηλο που φύτευε μέσα σου την έννοια του μεταφυσικού, Κέρκυρα βασίλισσα που την απολαύσαμε τόσο στη δυτική πλευρά της που ανταμώνει με την Αδριατική, όσο και πάνω σε αυτοκίνητο φίλης που είχε κάμπριο και την είχαμε οργώσει, Κύθηρα με άρωμα λεμονοθύμαρου και τοπικών βοτάνων που αγαπήσαμε πολύ και μάθαμε τα μυστικά τους. 

Δεκαετίες μετά κι ενόσω, το γκρίζο εμφανίζεται ακόμα μόνο στο αξύριστό μου πρόσωπο, θα θυμηθώ μαζί σου, πως για μας, η κάθε χρονιά ξεκίναγε μετά από αγκαλιαστές διακοπές, δε προσδιοριζόταν από κανένα ημερολόγιο. Μαθημένοι από τα μικράτα μας ότι η σεζόν αρχίζει το Σεπτέμβρη, κάτι που είχαμε ήδη εμπεδώσει ως τη ροή του ενήλικου βίου μας, ορίζαμε την αρχή κάθε χρονιάς, όταν τέλειωνε το καλοκαίρι της. Με δακρυσμένα πολλές φορές μάτια, κατεβαίναμε από το καράβι της επιστροφής. Αλλά τότε, ορίζαμε το επόμενο έτος, μαζεύοντας ακόμα τα ηρωικά άπλυτα του καλοκαιριού. Κι ας επιμένουν πάντα τα στερεότυπα ημερολόγια που κυκλοφορούν και ισχύουν κάθε χρόνο.

Για τους ανθρώπους, τους ίδιους θα ‘πρεπε να ρωτήσετε, συμπαθέστατοι παλιοί μου σοφοί. Δεν θα ‘ταν κατά την κρίση μου καθόλου άσχημη ιδέα, αν η χρονιά ξεκίναγε μ’ ένα αποχαιρετιστήριο στο καλοκαίρι, τι λέτε; Μάλλον δεν θα συμφωνούμε με τις προ αιώνων αποφάσεις σας. Αλλά και σεις, σα πεφωτισμένοι του Θεού και του παρελθόντος, τι γνωρίζατε ή ψυχανεμιζόσασταν για τις πολλές επόμενες γενιές που θ’ ακολουθούσαν;