Σκέψεις καλοκαιρινής παραζάλης ενός συγγραφέα, Γιάννης Φιλιππίδης, Άνεμος mafazine

Νωθρότητα μετά-απογευματινή. Τα δάχτυλά μου με τρώνε ν’ αφήσω τις λέξεις μου και πάλι για σένα, ο άλλος μου εαυτός εξάλλου αισθάνεται ανικανοποίητος από πρόσκαιρη ξεκούραση, ξάπλα και κάτω από ένα κλιματιστικό. Μεσοβδόμαδες μέρες στην Αθήνα. Γεμάτες από δημιουργική δουλειά στο αντικείμενο του βιβλίου, που είναι ο κόσμος μου. Αλλά η σπανιότητα των φυσικών ή εγκεφαλικών παύσεων, με κάνει να ονειρεύομαι την επόμενη απόδρασή μου.

Έτσι, ακούγοντας ταυτόχρονα ένα δισκάκι που έγραψα ειδικά για τις στιγμές των επόμενων αποδράσεών μου –εκεί που συχνάζω έτσι κι αλλιώς εγώ, δε φτάνουν οι κεραίες των ραδιοφώνων της προτίμησής μου– κι όπως οι στίχοι των τραγουδιών μιλούν σε μια γλώσσα που άλλες στιγμές κατανοώ και άλλες όχι, αφού χάνομαι στις λέξεις μου, μπαίνω στον πειρασμό, ν’ ανοίξω ηλεκτρονικά άλμπουμ, μ’ ένα δόλιο σκοπό: να με θυμηθώ, εμένα, κι ίσως πιο πολύ την έκφραση του προσώπου μου στις φωτογραφίες, τότε που η μόνη εμπλοκή μου με τον κόσμο του βιβλίου, ήταν η ιδιότητα ενός νεότευκτου ακόμα συγγραφέα, που σήμερα –κι αυτό έχει την θερμή κι ανθρώπινη ευλογία– αλίμονο, εντοπίζεται, σε σημεία εντοπίζεται από άγνωστα πρόσωπα, ακόμα και σε μέρη που η φαντασία του δε θα ‘φτανε.

Κι ανοίγω ένα αλμπουμάκι από τα πιο πρόσφατα αρχεία μου, πριν η ζωή μου αλλάξει άρδην προς το καλύτερο, το επιφανέστερο, αλλά και το κουραστικότερο. Και με τσακώνω σε καλοκαιρινή βόλτα. Είναι 2010 τέλος Ιούλη και πάλι, σε απόδραση ημερήσια στο Αλεποχώρι και πιο συγκεκριμένα στο δρόμο για τη Μαυρολίμνη, δεν έχει καν σημασία ο τόπος, αλλά το συναίσθημα. Κι ο νεαρότερος κατά επτά χρόνια εαυτός μου, χαμογελάει ήρεμα, μετά από ένα θαλασσινό μπάνιο χορταστικότατο και με το ζευγάρι του, έχουν αποφασίσει και μια οδική βόλτα ως τη Μαυρολίμνη. Έχω κοντύτερα μαλλιά, νεανικότερο βλέμμα, νεανικότερο δέρμα, όσο κι αν στο παρόν, φίλες με κολακεύουν με την αγάπη και τα ευμενή τους σχόλια.

Σε ωριμάζει ο χρόνος. Κι αφήνει φανερά τα σημάδια του, τόσο στο κορμί και τη ματιά, όσο και μέσα σου. Και μπορεί το μέσα σου, να μοιάζει με μια μαγική προσωπική διαδρομή αυτογνωσίας. Για το εξωτερικό σκέλος; Θυμάμαι το μικρανίψι μας που ‘ναι τώρα γύρω στα δεκαπέντε κι η εξυπνάδα του, η διάνοια στους συνειρμούς και η δίψα του για γνώση, μας φέρνει τακτικά σε πολύ όμορφα μονοπάτια διηγήσεων με μένα σε ρόλο αφηγητή, να επιχειρώ να εξηγήσω στον κόσμο που συνέχεια αλλάζει, τα ως τώρα γενόμενα.

Η άγνοιά του για το πώς ζούσαμε τις προηγούμενες δεκαετίες, με ξεπερνάει, όσο και η αντοχή στις κακουχίες, κάνει προχωρημένο αθλητισμό κι η ενέργειά του ξεχειλίζει, η δική μας πάλι, μόνο ανά διαστήματα. Αλλά οι απορίες του, με κάνουν να συνειδητοποιώ, ότι ήμουν τριάντα δύο όταν εκείνος γεννιόταν. Κι αγνοεί, μια σειρά από έννοιες, γεγονότα ή συνήθειες των μόλις προηγούμενων δεκαετιών. Έχει για παράδειγμα ακουστά την έννοια κασέτα, αλλά δεν έχει ζήσει την εφηβεία των 40+ που σε όμοιες ή παρόμοιες ηλικίες, το ‘χαμε καημό, να ξεμπουκώνουμε τις κεφαλές από τα μονοφωνικά ακόμα κασετόφωνά μας με μπατονέτα και οινόπνευμα, για να μπορούν να παίζουν με καθαρότερο ήχο, όσα αντιγράφαμε κακήν κακώς από τους πειρατικούς σταθμούς (γιατί ήταν πειρατικοί; ακούω μέσα μου την επόμενη κιόλας ερώτηση) και περιελάμβαναν από ροκ και Χατζιδάκι που ξεσηκώναμε από τα κρατικά, μέχρι μάξι σιγκλς, που έπαιζαν οι τοπικής εμβέλειας σταθμοί, που εξέπεμπαν σήμα στη γύρω περιοχή, ακόμα και με τη σωστή χρήση ενός σωλήνα της ύδρευσης;

Χαίρομαι συχνά τη συναναστροφή με τέτοια νεότερα παιδιά, που ξυρίζουν τα πόδια τους για ν’ αρέσουν περισσότερο στα κορίτσια, αλλά γελάνε βλέποντας τις κομμώσεις και τα ρούχα της τριών δεκαετιών πριν κι αν θες τη γνώμη μου, καθόλου άδικα. Οι δικές τους μοντέρνες συνήθειες με βρίσκουν απορημένο, άσε που ηλικιακά, αισθάνομαι το πολύ Νεάντερταλ, που ‘χω ζήσει τη μισή μου τουλάχιστον ζωή με την φυσική τριχοφυΐα μου απείραχτη. 

Λέμε ότι ο/η σαραντάρης/α της εποχής μας είναι ακόμα ένας νέος της εποχής. Όχι όπως το ‘λεγε ειρωνικά το παλιό τραγούδι, αλλά κυριολεκτικά. Πολλοί και πολλές αισθάνονται την ανάγκη να κρατούν τον εξωτερικό τους εαυτό σε άριστη κατάσταση με επεμβατική αισθητική ή παρεμβάσεις, είτε για να αισθάνονται διεκδικήσιμοι ερωτικά και διαθέσιμοι, είτε για κοινωνικούς λόγους, είτε ακόμη-ακόμη γιατί ασκούν ένα κοινωνικό επάγγελμα κι αν δεν το κάνουν, αυτό θα ‘χει αντίκτυπο στη δουλειά τους.

Αλλά όπως και στους άλλους, έτσι και στο δικό μου βλέμμα, σε μια θαμμένη φωτογραφία που ανασύρω χρόνια μετά, θα δω τη διαφορά, αν όχι στο δέρμα, τουλάχιστον θα μου στείλουν χαιρετισμούς από το ίδιο μου το πιο νεαρό και ξέγνοιαστο βλέμμα.

Και θα μπω καλύτερα στο πνεύμα του ανιψιού, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι και γω στην ηλικία μου, αν μου ‘λεγες ότι είναι σαράντα πέντε ή εβδομήντα πέντε, μεγάλο άνθρωπο θα σε θεωρούσα, όχι νέο. Και το βάζω σε post it στο μέτωπό μου, να μη ξεχάσω, πέρα από τα κολακευτικά των δικών μου φίλων, ότι μεγάλωσα. Το μόνο καλό για μένα προσωπικά, το ενδιαφέρον ήταν ότι ήμουν σα τον μικρό, που ‘χω συχνά απέναντί μου: αναζητούσα τη γνώση σαν εκείνο, ίσως και με περισσότερη ψυχοπάθεια, αλλά βρήκα τον τρόπο παλεύοντας, να είμαι αυτό που θέλω εγώ, όχι οι άλλοι. Πλήρης μέσα στην προσωπική μου χρόνια ανεπάρκεια, να αισθάνομαι ότι έχω να μάθω ακόμα τα πάντα. Δε γνωρίζω πού θα με κατευθύνει στο μέλλον το ωριμότερο μυαλό μου. Ίσως να προσπαθήσω και γω να καθυστερήσω τα σημάδια του χρόνου, πάνω μου. Αλλά πάντα θα εστιάζω στο γεγονός, ότι ταυτόχρονα κι όσο οι αντοχές θα πέφτουν –και γω θα προσποιούμαι ότι τις έχω ή θα τις έχω όντως γιατί λειτουργώ στη ζωή με στόχους και σκοπό– εγώ παράλληλα, θα απολαμβάνω την όλο και πιο ώριμη κρίση μου, την οπτική μου για τον κόσμο, που αλλάζει τακτικά σε μια εποχή, που ο πλανήτης έχει ζωστεί με τόσα χιλιόμετρα οπτικές ίνες, που φτάνουμε στο σημείο, να μη προλαβαίνουμε να αξιοποιήσουμε τη γνώση σε κάθε αντικείμενο, μόνο τις προσωπικές μας προτεραιότητες. Αρκεί, να μην ξεκινάμε οι μεγαλύτεροι και σταματάμε, μονάχα στην αισθητική του δέρματος και του σώματος. Γιατί η ζωή είναι αλλού, το ‘χω πει πολλές φορές. Ως την άλλη φορά, τα φιλιά μου. Και να προσέχετε τις τσούχτρες, τις ανοησίες και τα ψέματα.